- συμπολίζω
- Α1. συνενώνω σε μια ενιαία πόλη («Αἴγιον ἐξ ἑπτὰ δήμων συνεπολίσθη», Στράθ.)2. ενώνω έναν χώρο με την πόλη οικοδομώντας τον3. χτίζω πόλη μαζί με άλλον4. επανιδρύω, ξανακτίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πολίζω (< πόλις)].
Dictionary of Greek. 2013.